συμμετίσχω

συμμετίσχω
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξυμμετίσχω — συμμετίσχω pres subj act 1st sg συμμετίσχω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • συμμετέχω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. συμμετίσχω Α μετέχω σε κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους νεοελλ. συμμερίζομαι («συμμετέχω στον πόνο σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετέχω «συμμετέχω, παίρνω μερίδιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”